αντίφλογο

αντίφλογο
το
φλόγα, λάμψη, ακτινοβολία («ο ήλιος έριχνε τ' αντίφλογό του μέσ' στο γούπατο», Βλαχογιάννης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”